φαρδομάνικο

φαρδομάνικο
το
1. φαρδύ μανίκι ρούχου (ιδίως ράσου).
2. ευρύχωρο ρούχο με πλατιά μανίκια: Καλά ν' τα φαρδομάνικα, μα 'ν' για τους δεσποτάδες (παροιμ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φαρδομάνικος — η, ο, Ν 1. (για ένδυμα) αυτός που έχει φαρδιά μανίκια 2. το ουδ. ως ουσ. το φαρδομάνικο α) πλατύ μανίκι ενδύματος, ιδίως ράσου β) ένδυμα με φαρδιά μανίκια, ράσο 3. παροιμ. φρ. «καλά ν τα φαρδομάνικα, μα ν για τους δεσποτάδες» δηλώνει ότι πολλοί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”